- πιστοτέρους
- πιστός 1liquidmasc acc comp plπιστός 2to be trustedmasc acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόκτιστος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος. H μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. 2. Αποκεφαλίστηκε για τις ιδέες του με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Οκτωβρίου. 3. Θ. ο ναύκληρος. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην… … Dictionary of Greek
τιμόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής και μουσικός από τη Μίλητο (447 357 π.Χ.). Λέγεται πως εισήγαγε τεχνικούς νεωτερισμούς στη μουσική, αυξάνοντας τον αριθμό των χορδών στη λύρα. Απόσπασμα μιας μονωδίας του Τ. με τον τίτλο Πέρσαι βρέθηκε το… … Dictionary of Greek
Βρούλος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τα Ψαρά. 1. Ανδρέας. Πυρπολητής. Προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα και σκοτώθηκε πολεμώντας στην καταστροφή των Ψαρών (1824). 2. Ιωάννης. Συγγενής του προηγούμενου. Πολέμησε στην ηρωική αντίσταση… … Dictionary of Greek